„νόημα“: ουδέτερο νόημα [ˈnoima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sinn, Zeichen, Bedeutung, Wink Sinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m νόημα έννοια Bedeutungθηλυκό | Femininum, weiblich f νόημα έννοια νόημα έννοια Zeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νόημα νεύμα Winkαρσενικό | Maskulinum, männlich m νόημα νεύμα νόημα νεύμα examples δεν έχει νόημα es hat keinen Sinn δεν έχει νόημα κάνω νόημα ein Zeichen geben (σε κάποιον jemandem) κάνω νόημα