„ντυμένος“ ντυμένος [diˈmenos], ντυμένη, ντυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) angezogen, bekleidet, gekleidet angezogen, bekleidet (με mit) ντυμένος όχι γυμνός ντυμένος όχι γυμνός gekleidet ντυμένος ωραία, άσχημα ντυμένος ωραία, άσχημα