ντίζελ
[ˈdizel]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Diesel(kraftstoff)αρσενικό | Maskulinum, männlich mντίζελDieselölουδέτερο | Neutrum, sächlich nντίζελντίζελ
examples
- μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f ντίζελDieselmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ντίζελ βιολογικής προέλευσηςBiodieselαρσενικό | Maskulinum, männlich m