„Biodiesel“: Maskulinum, männlich BiodieselMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ντίζελ βιολογικής προέλευσης ντίζελNeutrum, sächlich | ουδέτερο n βιολογικής προέλευσης Biodiesel Biodiesel