ναός
[naˈos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tempelαρσενικό | Maskulinum, männlich mναός αρχαίοςναός αρχαίος
- Kircheθηλυκό | Femininum, weiblich fναός εκκλησίαναός εκκλησία
examples
- καθεδρικός ναόςDomαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ναός καταναλωτισμούKonsumtempelαρσενικό | Maskulinum, männlich m