„Dom“: Maskulinum, männlich DomMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καθεδρικός ναός, μητρόπολη καθεδρικός ναόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Dom μητρόποληFemininum, weiblich | θηλυκό f Dom Dom