„μόνιμα“: επίρρημα μόνιμα [ˈmonima]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dauerarbeitslos... examples μόνιμα άνεργοςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj dauerarbeitslos μόνιμα άνεργοςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μόνιμα άνεργοςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Dauerarbeitslose(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μόνιμα άνεργοςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f