μοναδικός
[monaðiˈkos], μοναδική, μοναδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μοναδικός
- einzigartigμοναδικός ασύγκριτοςμοναδικός ασύγκριτος
- einmaligμοναδικός ευκαιρίαμοναδικός ευκαιρία
examples
- μοναδική κληρονόμοςθηλυκό | Femininum, weiblich fAlleinerbinθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- μοναδικός κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAlleinerbeαρσενικό | Maskulinum, männlich m