μιλώ
[miˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μιλώ
- reden, sich unterhalten (με mit)μιλώ κουβεντιάζωμιλώ κουβεντιάζω