„μεταβολισμός“: αρσενικό μεταβολισμός [metavolizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stoffwechsel Stoffwechselαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταβολισμός μεταβολισμός