μείωση
[ˈmiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reduktionθηλυκό | Femininum, weiblich fμείωση λιγόστεμα(Ver-)Minderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμείωση λιγόστεμαVerringerungθηλυκό | Femininum, weiblich fμείωση λιγόστεμαμείωση λιγόστεμα
- Rückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mμείωση υποχώρησηAbnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fμείωση υποχώρησηAbbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mμείωση υποχώρησημείωση υποχώρηση
- Senkungθηλυκό | Femininum, weiblich fμείωση χαμήλωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμείωση χαμήλωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- μείωση απόδοσηςLeistungsabfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μείωση βάρουςGewichtsreduzierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μείωση επιτοκίουZinssenkungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples