„Untertreibung“: Femininum, weiblich UntertreibungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μείωση της σημασίας μείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f της σημασίας Untertreibung Untertreibung