„ματαιόδοξος“ ματαιόδοξος [mateˈoðoksos], ματαιόδοξη, ματαιόδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eitel eitel ματαιόδοξος ματαιόδοξος