„ματ“: επίθετο, ως επίθετο ματ [mat]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) matt mattουδέτερο | Neutrum, sächlich n ματ σκάκι ματ σκάκι examples ρουά ματ! Schach und matt! ρουά ματ!