μαστοριά
[mastoˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschickουδέτερο | Neutrum, sächlich nμαστοριάGeschicklichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fμαστοριάμαστοριά