Geschick
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> GeschicklichkeitFemininum, weiblich | θηλυκό f <->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- επιδεξιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fGeschickτέχνηFemininum, weiblich | θηλυκό fGeschickμαστοριάFemininum, weiblich | θηλυκό fGeschickGeschick