μαρμελάδα
[marmeˈlaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Marmeladeθηλυκό | Femininum, weiblich fμαρμελάδαμαρμελάδα
examples
- μαρμελάδα βερίκοκοAprikosenmarmeladeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαρμελάδα δαμάσκηνουPflaumenmusουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μαρμελάδα πορτοκάλιOrangenmarmeladeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples