„μαριχουάνα“: θηλυκό μαριχουάνα [marixuˈana]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Marihuana Marihuanaουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαριχουάνα μαριχουάνα