„μήλη“: θηλυκό μήλη [ˈmili]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonde Sondeθηλυκό | Femininum, weiblich f μήλη ιατρική | Medizinιατρ μήλη ιατρική | Medizinιατρ