Sonde
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανεπάνδρωτο διαστημικό όχημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSonde RaumfahrtSonde Raumfahrt
- μήληFemininum, weiblich | θηλυκό fSonde Medizin | ιατρικήMEDκαθετήραςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSonde Medizin | ιατρικήMEDSonde Medizin | ιατρικήMED
- γεωτρύπανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSonde Geologie | γεωλογίαGEOLSonde Geologie | γεωλογίαGEOL
examples
- eine Sonde einführen in+Akkusativ | +αιτιατική +akk Medizin | ιατρικήMED