„μέτοχος“: αρσενικό και θηλυκό μέτοχος [ˈmetoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Teilhaber, Aktionär Teilhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μέτοχος μέτοχος Aktionärαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μέτοχος κάτοχος μετοχών μέτοχος κάτοχος μετοχών