„λευχαιμία“: θηλυκό λευχαιμία [lefçeˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leukämie Leukämieθηλυκό | Femininum, weiblich f λευχαιμία ιατρική | Medizinιατρ λευχαιμία ιατρική | Medizinιατρ