λεπτομέρεια
[leptoˈmeria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einzelheitθηλυκό | Femininum, weiblich fλεπτομέρειαDetailουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεπτομέρειαλεπτομέρεια
examples
- λεπτομέρειεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplnähere Angabenπληθυντικός | Plural pl
- με κάθε λεπτομέρεια
- λεπτομέρεια εικόναςBildausschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m