Λέων
[ˈleon]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <Λέοντος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Löweαρσενικό | Maskulinum, männlich mΛέων αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | AstrologieαστρολΛέων αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ
examples
- μερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του λέοντοςLöwenanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m