„λέμβος“: θηλυκό λέμβος [ˈlemvos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Boot, Kahn Bootουδέτερο | Neutrum, sächlich n λέμβος Kahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m λέμβος λέμβος examples ναυαγοσωστική λέμβος Rettungsbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυαγοσωστική λέμβος