„κώνος“: αρσενικό κώνος [ˈkonos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kegel, Zapfen Kegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κώνος γεωμετρία | Geometrieγεωμ κώνος γεωμετρία | Geometrieγεωμ Zapfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κώνος βοτανική | Botanikβοτ κώνος βοτανική | Botanikβοτ