κυνήγι
[kjiˈniji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Jagdθηλυκό | Femininum, weiblich fκυνήγικυνήγι
- Wild(bret)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκυνήγι θήραμακυνήγι θήραμα