„κτυπιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κτυπιέμαι [ktiˈpjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich schlagen sich schlagen κτυπιέμαι κτυπιέμαι