κτηνώδης
[ktiˈnoðis], κτηνώδης, κτηνώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bestialisch, brutal, grausamκτηνώδηςκτηνώδης
- animalischκτηνώδης ζωώδηςκτηνώδης ζωώδης