κονσέρβα
[konˈserva]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Doseθηλυκό | Femininum, weiblich fκονσέρβαBüchseθηλυκό | Femininum, weiblich fκονσέρβαKonserveθηλυκό | Femininum, weiblich fκονσέρβακονσέρβα
examples
- κονσέρβα ζωοτροφήςDosenfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κονσέρβα κρέατοςBüchsenfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κονσέρβα κρέατοςπληθυντικός | Plural plFleischkonservenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples