„κοιμίζω“: μεταβατικό ρήμα κοιμίζω [kjiˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zu Bett bringen, einschläfern zu Bett bringen κοιμίζω παιδί κοιμίζω παιδί einschläfern κοιμίζω αποκοιμίζω κοιμίζω αποκοιμίζω