κλιματιζόμενος
[klimatiˈzomenos], κλιματιζόμενη, κλιματιζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- klimatisiertκλιματιζόμενοςκλιματιζόμενος
Thank you for your feedback!