„κληρώνω“: μεταβατικό ρήμα κληρώνω [kliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) losen, auslosen, verlosen, ziehen losen, auslosen, verlosen κληρώνω κληρώνω ziehen κληρώνω τραβώ κληρώνω τραβώ