κληρονομιά
[klironoˈmja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erbschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fκληρονομιά περιουσίαNachlassαρσενικό | Maskulinum, männlich mκληρονομιά περιουσίακληρονομιά περιουσία
- Erbeουδέτερο | Neutrum, sächlich nκληρονομιά πολιτιστική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκληρονομιά πολιτιστική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Vererbungθηλυκό | Femininum, weiblich fκληρονομιά μεταβίβαση περιουσίαςκληρονομιά μεταβίβαση περιουσίας