Erbe
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κληρονομιάFemininum, weiblich | θηλυκό fErbe Sache,auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigErbe Sache,auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig