„κεράσι“: ουδέτερο κεράσι [kjeˈrasi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kirsche (Süß-)Kirscheθηλυκό | Femininum, weiblich f κεράσι καρπός κεράσι καρπός