κατώτερος
[kaˈtoteros], κατώτερη, κατώτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- untere(r, s), Unter-κατώτερος πιο κάτωκατώτερος πιο κάτω
- niedrigerκατώτερος χαμηλότεροςκατώτερος χαμηλότερος
- minder(wertig)κατώτερος κακής ποιότηταςκατώτερος κακής ποιότητας
- unterlegen, untergeordnetκατώτερος σε χαμηλότερη βαθμίδακατώτερος σε χαμηλότερη βαθμίδα
examples
- κατώτερη δικαστικόςθηλυκό | Femininum, weiblich fHaftrichterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κατώτερος δικαστικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHaftrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατώτερος κύκλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκπαίδευσηςUnterstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f