„κατσούφης“: επίθετο, ως επίθετο κατσούφης [kaˈtsufis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κατσούφα, κατσούφικο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mürrisch griesgrämig, grämlich mürrisch griesgrämig, grämlich κατσούφης κατσούφης „κατσούφης“: αρσενικό κατσούφης [kaˈtsufis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brummbär Brummbärαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατσούφης κατσούφης