„καταργώ“: μεταβατικό ρήμα καταργώ [katarˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abschaffen, aufheben, außer Kraft setzen, streichen abschaffen, aufheben, außer Kraft setzen καταργώ και | undκ. νομικός όρος | Rechtswesenνομ καταργώ και | undκ. νομικός όρος | Rechtswesenνομ streichen καταργώ επίδομα καταργώ επίδομα