„καρναβάλι“: ουδέτερο καρναβάλι [karnaˈvali]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Karneval, Fasching Karnevalαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρναβάλι καρναβάλι Faschingαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρναβάλι ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ καρναβάλι ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ