„καριέρα“: θηλυκό καριέρα [kaˈrjera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Karriere, Laufbahn Karriereθηλυκό | Femininum, weiblich f καριέρα Laufbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f καριέρα καριέρα examples κάνω καριέρα Karriere machen κάνω καριέρα καριέρα στον δημόσιο τομέα Beamtenlaufbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f καριέρα στον δημόσιο τομέα