„καρδιοπάθεια“: θηλυκό καρδιοπάθεια [karðioˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Herzleiden Herzleidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n καρδιοπάθεια καρδιοπάθεια