„καλάμι“: ουδέτερο καλάμι [kaˈlami]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rohr, Schilf, Angel Rohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλάμι φυτό Schilfουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλάμι φυτό καλάμι φυτό Angel(rute)θηλυκό | Femininum, weiblich f καλάμι ψαρέματος καλάμι ψαρέματος examples καλάμι μπαμπού Bambusrohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλάμι μπαμπού