„κακόκεφος“ κακόκεφος [kaˈkokjefos], κακόκεφη, κακόκεφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlecht gelaunt, missmutig schlecht gelaunt, missmutig κακόκεφος κακόκεφος