„κακομοιριά“: θηλυκό κακομοιριά [kakomiˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Elend, Jammer Elendουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακομοιριά Jammerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κακομοιριά κακομοιριά