„καθαριστικό“: ουδέτερο καθαριστικό [kaθaristiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reinigungsmittel Reinigungsmittelαρσενικό | Maskulinum, männlich m καθαριστικό καθαριστικό