„Scheuermittel“: Neutrum, sächlich ScheuermittelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καθαριστικό λείανσης καθαριστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n λείανσης Scheuermittel Scheuermittel