κίτρινος
[ˈkjitrinos], κίτρινη, κίτρινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gelbκίτρινοςκίτρινος
- κίτρινος ωχρός
examples
- κίτρινη πεταλούδαθηλυκό | Femininum, weiblich fZitronenfalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Gelbfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples