ιστός
[isˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mastαρσενικό | Maskulinum, männlich mιστός ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτιστός ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
- Gewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich nιστός βιολογία | Biologieβιολιστός βιολογία | Biologieβιολ
examples
- συνδετικός ιστόςBindegewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- ιστός σημαίαςFahnenstangeθηλυκό | Femininum, weiblich fFlaggenmastαρσενικό | Maskulinum, männlich m