ιδιοχρισία
[iðioxriˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eigenbedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδιοχρισία νομικός όρος | Rechtswesenνομιδιοχρισία νομικός όρος | Rechtswesenνομ